-
1 υποστημα
- ατος τό1) осадок, отложение(τὰ γεώδη ὑποστήματα Arst.)
2) выделение(τῆς κύστεως καὴ τῆς κοιλίας Arst.)
3) подпора (sc. τοῦ σώματος Arst.)4) нарыв(Plut. - v. l. к ἀπόστημα)
-
2 στόμιον
A mouth, Posidipp.26 16 codd. Ath.;στομίοισι δυσαλθές Nic.Al.12
; of a venomous beast, ib. 524, Th. 233.II mouth of a vessel,κέρασι χρυσᾶ σ. προσβεβλημένοις A.Fr. 185
; [sc. συρίγγων] Emp.100.3; mouth of a cave used as a grave, S.Ant. 1217: hence cave, vault, as if it were the entrance of the lower world, A.Ch. 807 (lyr., of Delphi), cf. Pl.R. 615d, 615e: of any aperture or opening, Ti.Locr.101d, Arist.HA 623a4; cavity from which winds issue, Id.Mu. 395b27;σ. γαστρός Nic.Al. 509
; σ. τῆς ὑστέρας ος uteri, Sor.1.9, al.; [ τῆς κύστεως] Gal.6.65, cf. 18(2).265, Aret. SD2.1, al.; socket of a bolt,στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε AP7.391
(Bass.); mouth of a canal, CPR42.13 (iii A.D.), etc.III bridle-bit, bit,χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν Hdt.4.72
, cf. 1.215;χάλυβος.. στόμιον παρέχουσα S.Tr. 1261
(anap.); (anap.); δακὼν δὲ σ. ὡς νεοζυγὴς πῶλος ib. 1009;στόμια δέχεσθαι S.El. 1462
;ἐνδακοῦσαι στόμια E.Hipp. 1223
;συνδάκνειν X.Eq.6.9
; σ. Τροίας a bit or curb for Troy, of the Greek army, A.Ag. 132 (lyr.).2 = φορβειά, Eust.539.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόμιον
-
3 ὑπόστημα
A that which sinks to the bottom, sediment, esp. in urine, Hp.Judic.3; of excrement and urine, τὰ ὑ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (cf.ὑπόστασις B. 1.1
) Arist.HA 487a6, cf. PA 653b11; ὑ. τὸ λευκόν, of birds, ib. 679a18.2 base, stand, Callix.2, Hegesand. 45, IG3.1418,1419,1421; cf. ὑπόθημα.V multitude, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστημα
-
4 καυλος
ὅ1) стебель(σιλφίου Arph.; κράμβης Arst.)
2) стержень(πτεροῦ Plat., Arst.)
3) древко, преимущ. верхний конец древка4) рукоять(κοπίδος Plut.)
ἀμφὴ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη Hom. — меч сломался у рукояти5) анат. шейка(τῆς κύστεως Arst.)
6) radix penis Arst.7) ( у насекомых) яйцеклад(ὅ πρὸς τῇ κέρκῳ κ. Arst.)
-
5 σύντηξις
A colliquescence, opp. περίττωμα (cf. σύντηγμα), Arist.PA 677a13, GA 726a21, 726b24, Thphr.CP1.22.6, Lass.1, al.; esp. as a disease, Hp.Epid.1.8, Prog.12, al., Sor.2.7; τῆς κύστεως (diabetes) Cael.Aur.TP3.7: pl., Aret.SD1.13.2 metaph., sympathy, Cic.Att.10.8.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντηξις
-
6 εκστροφή
η1) выворачивание, вывёртывание наизнанку; 2) мед. выворот, экстрофия;εκστροφή της ουροδόχου κύστεως — выворот мочевого пузыря
См. также в других словарях:
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
στόμιο — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (60 κάτ., υψόμ. 520 μ.) στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ., 60 κάτ.). 2. Παράλιος οικισμός (359 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του… … Dictionary of Greek
ηβοκυστικός — ή, ό ανατ. φρ. 1. «ηβοκυστικός μυς» μυς που αποτελείται από λείες μυϊκές ίνες, οι οποίες εκπορεύονται από το μυϊκό χιτώνα τής κύστεως και προσφύονται στην ηβική σύμφυση 2. «ηβοκυστικοί σύνδεσμοι» τρεις σύνδεσμοι πλάγιοι και ένας μέσος, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
υπόστημα — ήματος, τὸ, ΜΑ, και ὑπόστεμα, έματος, Α [ὑφίστημι] μσν. πλήθος, όχλος αρχ. 1. υποστάθμη, κατακάθι, ιδίως περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», Αριστοτ.) 2. καθίζηση 3. υποστήριγμα 4. βάση, βάθρο 5. περίνεο 6.… … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… … Dictionary of Greek
καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… … Dictionary of Greek
πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… … Dictionary of Greek
σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… … Dictionary of Greek
παραπληγία — (Ιατρ.). Η παράλυση και των δύο κάτω ή δύο άνω άκρων. Είναι αποτέλεσμα οργανικών παθήσεων του νευρικού συστήματος (οργανική π.). Σε μερικές περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα ψυχογενών διαταραχών, όπως η π. στην υστερία. * * * και παραπληξία, η / ιων.… … Dictionary of Greek
κυστε(ο)- — και κυστ(ο) και κυστι πρώτα συνθετικά όρων τής ιατρικής, βοτανικής, ζωολογίας και βιοχημείας που ανάγονται στον τ. κύστις και σχηματίστηκαν από τη γεν. κύστεως οι όροι αυτοί είναι κατά κανόνα αντιδάνειοι και αναφέρονται είτε στην ουροδόχο κύστη… … Dictionary of Greek